- τηλεθερμόμετρο
- το, Νιατρικό θερμόμετρο για την παρατήρηση τών μεταβολών θερμοκρασίας τού ασθενούς από μακριά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telethermometer < τηλ(ε)-* + θερμόμετρο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεθερμόμετρον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.